γοργότης

γοργότης
(-ητος) η см. γρηγοράδα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γοργότης" в других словарях:

  • γοργότης — rapidity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργότησιν — γοργότης rapidity fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργότητα — γοργότης rapidity fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργότητι — γοργότης rapidity fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργότητος — γοργότης rapidity fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»